προπύλαιος

προπύλαιος
-α, -ο / προπύλαιος, -αία, -ον, ΝΜΑ
1. (κυρίως για αγάλματα θεών) αυτός που βρίσκεται μπροστά από την πύλη ή τις πύλες («προπύλαιος Ἑρμῆς», Παυσ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προπύλαια
αρχιτεκτονική επέκταση πριν από την κύρια είσοδο ναών, ανακτόρων, αγορών ή κτηριακών συνόλων η οποία διακρίνεται για τον μεγαλοπρεπή διάκοσμό της (α. «τα προπύλαια τού πανεπιστημίου» β. «τὸ τοῡ Διονύσου προπύλαιον», Ανδοκ.)
3. φρ. «τα Προπύλαια τής Ακροπόλεως» — μνημειώδης πύλη στην είσοδο τής Ακρόπολης, τής οποίας η ανέγερση άρχισε λίγο πριν από το 480 π. Χ., δηλ. πριν από την κατάληψη τής Αθήνας από τους Πέρσες, έμεινε ημιτελές, προφανώς εξαιτίας τής εισβολής, υπέστη σοβαρές ζημιές κατά την καταστροφή τής Ακροπόλεως και ξαναχτίστηκε κατά την περίοδο 437-432 π. Χ. σύμφωνα με το πρόγραμμα τού Περικλέους από τον Μισικλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + πύλη + κατάλ. -αιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προπύλαιος — before the gate masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπυλαίων — προπύλαιος before the gate fem gen pl προπύλαιος before the gate masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπύλαιον — προπύλαιος before the gate masc acc sg προπύλαιος before the gate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπυλαίοις — προπύλαιος before the gate masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπυλαίοισι — προπύλαιος before the gate masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπυλαίου — προπύλαιος before the gate masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπυλαίῳ — προπύλαιος before the gate masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπύλαια — προπύλαιος before the gate neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπύλαιε — προπύλαιος before the gate masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπυλαία — προπυλαίᾱ , προπύλαιος before the gate fem nom/voc/acc dual προπυλαίᾱ , προπύλαιος before the gate fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”